-
1 κατα-κλείω
κατα-κλείω, att. - κλῄω (s. simpl.), verschließen, einschließen, einsperren; κατέκλεισεν αὐτὰ καὶ κατεσημήνατο Xen. Hell. 3, 1, 27; ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα Cyr. 4, 1, 18; αὐτοὺς εἴσω τῶν ὅπλων An. 3, 4, 26; εἰς τὴν νῆσον κατέκλῃσεν Thuc. 1, 109; ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς κατακλεισϑῇ Ar. Nubb. 404; öfter bei Sp. – Med. κατακλεισάμενος, der sich einschloß, Xen. Cyr. 7, 2, 5. – Zuschließen, δίφρον Xen. Cyr. 6, 4, 20. Auch πάλιν ταῖς ναυσὶ κατεκλῄσϑησαν, wurden durch die Schiffe blokirt, Thuc. 1, 117; Sp. mit ἐν, z. B. κατακλείσαντες ἑαυτοὺς ἐν τῷ στρατοπέδῳ Hdn. 5, 8, 12; N. T. – Ubtr., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης Dem. 26, 11; εἰς σπάνιν D. Sic. 20, 74. – Vom Schließen der Rede, Sp., τελευτῶν εἰς ἀπειλήν τινα τοιάνδε κατέκλεισε τὸν λόγον, er schloß mit folgender Drohung, D. Hal. 7, 14; – νόμῳ κατακλείειν, eigtl. durch ein Gesetz in gewissen Schranken halten, nöthigen, mit folgdm acc. c. inf., Andoc. 3, 7; Dem. 4, 33; Antiphan. bei Ath. VIII, 343 a. – Perf. pass. κατακεκλειμένοι εἰς τόπον Isocr. 4, 34, vor Bekker κατακεκλεισμένοι.
-
2 κατακλείω
κατα-κλείω, old [dialect] Att. [suff] κατα-κλῄω Th. (v. infr.): a rare [tense] fut. κατακλιῶ dub. in Eup.287, cf. HeroBel.107.13:—[voice] Med., [tense] aor.A- εκλεισάμην X. Cyr.7.2.5
:—[voice] Pass., [tense] aor. -εκλῄσθην, -εκλείσθην (v. infr.); [dialect] Ion.- εκληΐσθην Hdt.2.128
; [dialect] Dor.- εκλᾴσθην Theoc.7.84
: [tense] pf. .I c. acc. pers., shut in, enclose, e. g. a mummy in its case, Hdt.2.86: freq. of blockading, τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ. Th.1.109;κ. ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα X.Cyr.4.1.18
;κατακλείειν τοὺς γυμνῆτας εἴσω τῶν ὅπλων Id.An.3.4.26
; κ. εἰς πολιορκίαν, εἰς δυσχωρίας, D.H. 6.74, 11.26;κ. τινὰ ἐν φυλακῇ Ev.Luc.3.20
, cf. OGI669.17 (Egypt, i A. D.): metaph., κ. ἑαυτὸν εἰς πολιτείαν, i.e. not to be a cosmopolite, X.Mem.2.1.13:—[voice] Pass.,ἐς τὸ τεῖχος κατακλῄεσθαι Th.4.57
;ναυσὶ κατεκλῄσθησαν Id.1.117
, cf. X.An.3.3.7; ὅταν ἐς [ νεφέλας]ἄνεμος κατακλῃσθῇ Ar.Nu. 404
;εἰς μικρὸν τόπον -κεκλῃμένοι Isoc.4.34
;διὰ τοῦ ζῆν.. κ. ἐν Ἀπόλλωνος ἢ Ἀθηνᾶς Phld.D.1.17
:—[voice] Med., shut oneself up,ἐν τοῖς βασιλείοις X.Cyr.7.2.5
; also κατεκλᾴζετο shut up the bride with oneself [in the bridal-chamber], Theoc.18.5:—[voice] Pass.,κατεκλᾴσθης Id.7.84
.2 metaph., νόμῳ κ. shut up, i.e. compel, oblige,ἂν.. πᾶσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν D.4.33
, cf. And.3.7, Antiph.190.15.3 metaph., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης being reduced, D.26.11;εἰς σπάνιν κατακλεισθῆναι D.S.20.74
: generally, confine,ἐν τῷ κατὰ φύσιν πέρατι -κέκλειται τἀγαθόν Metrod.Herc.831.8
;πᾶσαι αἱ ἐπιχειρήσεις εἰς μίαν ἀπόδειξιν -κλείονται Phld.Rh.2.283
S.; κατακλείειν τὸ πᾶν τῆς τέχνης εἰς.. confine the whole business of art to.., Hld.3.4.II c.acc.rei, shut up, close,τὰς πυλίδας Hdt.1.191
;τά ἱρά Id.2.124
, cf. 128 ([voice] Pass.);τὸ ἐργαστήριον Id.4.14
;τὸν δίφρον X.Cyr.6.4.10
;εὑρὼν ἅπαντα κατακεκλῃμένα Ar.Pl. 206
:—in [voice] Pass., of humours in the body, Hp.Loc.Hom. 27.2 clamp down, make fast, of stones in masonry, IG7.3073.158(Lebad.); also κ. [ τὴν δεξιάν] Luc.Prom.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακλείω
-
3 κατακλειω
ион. κατακληΐω, атт. κατακλῄω, дор. κατακλάζω (fut. κατακλείσω, aor. κατέκλεισα; pass.: aor. κατεκλείσθην - атт. κατεκλῄσθην, pf. κατακέκλεισμαι и κατακέκλειμαι)1) запирать, затворять на замок(τὰς πυλίδας, τὰ ἱρά, τὸ ἐργαστήριον Her.; τὸν δίφρον Xen.)
2) запирать, заключать(ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα Xen.; τι εἰς τέν γῆν Arst.; τινὰ ἐν τῇ φυλακῇ NT.; κατακλεισάμενος ἐν τοῖς βασιλείοις Xen.)
κ. τοὺς γυμνῆτας εἴσω τῶν ὅπλων Xen. — заставить гимнетов укрыться за строем гоплитов3) вкладывать в ножны(τὸ ξίφος Plut.)
4) включатьοὐδ΄ εἰς πολιτείαν ἐμαυτὸν κατακλείω Xen. — я не принадлежу ни к одному (греческому) государству ( слова Аристиппа)
5) запирать, блокировать(τοὺς Ἕλληνας ἐς τέν νῆσον, ἐς τὸ τεῖχος κατακλῄεσθαι Thuc.)
6) ставить, ввергать(εἰς κίνδυνον μέγιστον Dem.; εἰς σπάνιν Diod.)
7) рит. заканчивать, заключать(τὸν λόγον Diog.L.)
οὐ κατακλείει грам. — (фраза) не закончена8) обязывать, принуждать(τινὰ νόμῳ ποιεῖν τι Dem.; τινὰ εἰς ἀρχέν μείζονα Plut.)
9) привязывать, сковывать(τέν δεξιάν Luc.)
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский